Δρακοντιά

Δρακοντιά Η Δρακοντιά

 

Δρακοντιά Η δρακοντιά (Γιάρος, Φιδόχορτο, Αράπης, Δρακόντι, Κυκολοθιά, Βουρβός, Ψωμί του φιδιού, Ξεφλουδίτσα, Τσοτσούλα, Αγγλικά: Wild arum, Lords and Ladies, Devils and Angels, Cows and Bulls, Cuckoo-Pint, Adam and Eve, Bobbins, Naked Boys, Starch-Root and Wake Robin) είναι γένος φυτών (Arum και Dracunculus) στο οποίο ανήκουν 750 είδη από τα οποία τα 12 βρίσκονται στις παραμεσόγειες περιοχές και από αυτά τα 6 συναντώνται αυτοφυή στην Ελλάδα μεταξύ των οποίων είναι το Arum italicum, Dracunculus vulgaris, Arum creticum Arum alpinum, Arum cyrenaicum, Arum idaeum, Arum purpureospathum και το είδος Arum maculatum (Άρον το στικτόν) που διαθέτει ιδιαίτερες φαρμακευτικές ιδιότητες και ανήκει στην οικογένεια των Αροϊδών (Araceae).

Πρόκειται για μια πολύχρονη πόα, με σαρκώδες ρίζωμα (κονδυλώδης ρίζα) και με μεγάλα, έμμισχα φύλλα, δορατοειδή, βαθυπράσινα, αμβλέα, στιλπνά, γυαλιστερά, που έχουν συχνά πορφυρές ή μαύρες κηλίδες τα οποία εκβλαστάνουν από το υπόγειο ρίζωμα. Τα άνθη είναι πολλά και η ταξιανθία τους χαρακτηριστική, καθώς σχηματίζει ένα πορφυρόχρωμο σπάδικα που προστατεύεται από ένα μεγάλο βράκτειο φύλλο (σπάθη) ωχροπράσινο, που περιβάλλει τη βάση του σπάδικα. Οι καρποί είναι δηλητηριώδεις ράγες, κόκκινες – πορτοκαλιές. Φυτό κοινό στους φράχτες, τα αραιά δάση, τις χαράδρες, σε βαθιά και καλά αεριζόμενα εδάφη.

Τα είδη της δρακοντιάς ήταν γνωστά στους γιατρούς της αρχαιότητας. Ο Διοσκουρίδης προτιμούσε το «άρον το δρακόντιον» και συνιστούσε τη ρίζα του, που να είχε συλλεχθεί σε τέλεια ωρίμανση, αποξηραμένη στον ίσκιο και κοπανισμένη, εις τους «ορθίους δυσπνοούντας» (ασθματικούς). Συνιστούσε επίσης τη χρήση του κατά των σπασμών, το βήχα και του κατάρρου. Συνιστούσε επίσης τη σκόνη της ρίζα διαλυμένη σε νερό ως αφροδισιακό και ζυμωμένη με μέλι σαν καθαριστική των κακοηθών και φαγαινεδικών (διαβρωτικών) ελκών. Πρότεινε επίσης τη χρήση της ανακατεμένη με «λευκή άμπελο» (κουρμπένι), εναντίον του πολύποδα και των καρκινωμάτων, καθώς και για τα δαγκώματα της οχιάς. Την αναφέρει και ο Θεόφραστος στην Ιστορία των Φυτών, ο Γαληνός στο βιβλίο του Περί τροφών, ο Ιπποκράτης και ο Αέτιος. Οι αρχαίοι Έλληνες γιατροί το συνιστούσαν επίσης κατά του ασκίτου και κατά της υποχονδριακής μελαγχολίας. Η θεραπευτική αξία του φυτού συνέχισε να βρίσκεται υψηλά στην εκτίμηση των θεραπευτών μέχρι τον 18ο αιώνα και αναφέρεται σε όλες τις Φαρμακολογίες και τα Χορτολόγια. Οι γυναίκες των χωριών της βόρεια Ιταλίας και Γαλλίας, μάζευαν τις ρίζες και τα κοτσάνια του φυτού που βρισκόταν ακόμη σε άνθηση και τα έκοβαν σε μικρά κομμάτια. Τα μούσκευαν μέσα σε νερό για τρεις εβδομάδες και στη συνέχεια τα πολτοποιούσαν και τον πολτό τον χρησιμοποιούσαν για τη λεύκανση των ασπρόρουχων αντί για σαπούνι. Οι γυναίκες ακόμη από τον 17ο αιώνα παρασκεύαζαν από τις ρίζες της δρακοντιάς ένα νερό (απόσταγμα) που χρησιμοποιούσαν σαν καλλυντικό του προσώπου και σαν ανανεωτικό του γερασμένου δέρματος. Στις Βαλεαρίδες νήσους φτιάχνουν ψωμί από τη ρίζα της δρακοντιάς ανακατωμένη με ρίζα ασφόδελου.

Η ρίζα περιέχει νερό, λευκωματίνη, φυτικό οξύ, λιπαρό έλαιο 0.6%, σακχαρώδες εκχύλισμα 4,4%, γόμμα 5,6%, γλισχραματώδη ουσία 18%, άμυλο σε υγρή κατάσταση 71,4%. Ολόκληρο το φυτό παράγει ένα αιθέριο έλαιο που περιέχει μία δριμεία ουσία, την αροΐνη, η οποία είναι χημικώς ασταθής και δηλητηριώδης που καταστρέφεται με το βρασμό. Το φιδόχορτο είναι αποχρεμπιτικό στην περίπτωση άσθματος και χρόνιου βήχα ενώ είναι και δυνατό ευκοίλιο. Χρησιμοποιείται ακόμα στην ομοιοπαθητική και συστήνεται σε περιπτώσεις γαστρίτιδας, αιμορραγιών και ερυθημάτων και το βάμμα της ρίζας συνίσταται σε περιπτώσεις κατάρρου των αναπνευστικών οδών αλλά και ως καθαρτικό. Στην Ελλάδα υπάρχουν και σήμερα εμπειρικοί (πρακτικοί) που υποστηρίζουν πως θεραπεύουν τη φυματίωση με τη ρίζα του φιδόχορτου. Η ρίζα σε μορφή σκόνης σε συνδυασμό με ρίγανη ή φασκόμηλο είναι αποτελεσματική σε προβλήματα αρθρίτιδας και χρησιμοποιείται για την αϋπνία.

 

Leave a Comment