Κάταγμα

Κάταγμα

Κάταγμα λέγεται η μερική ή ολική λύση της συνέχειας ενός οστού. Τα κατάγματα διαιρούνται:

* Ανάλογα με την ένταση της βίας που τα προκάλεσε και την ποιότητα του οστού: σε βίαια (κατάγματα που προκαλούνται από ισχυρή βία που δρα μία φορά πάνω σε φυσιολογικό οστούν), από καταπόνηση (κατάγματα που προκαλούνται από μικρής έντασης βία που δρα πολλές φορές πάνω σε φυσιολογικό οστούν και η οποία αν δρούσε μία φορά, δεν θα προκαλούσε το κάταγμα) και παθολογικά (κατάγματα που προκαλούνται από ασήμαντη βία, η οποία δρα σε οστούν που παρουσιάζει κάποια πάθηση).
* Ανάλογα με την κλινική εικόνα σε ανοιχτά (κατάγματα που συνοδεύονται από τραύμα μέσα από το οποίο επικοινωνούν με το εξωτερικό περιβάλλον) και κλειστά (όταν δεν υπάρχει τέτοια επικοινωνία όπως αυτή των ανοιχτών).
* Ανάλογα με το μηχανισμό σε άμεσα (όταν τα κατάγματα γίνονται στο σημείο όπου έδρασε η βία, άμεσο χτύπημα στην κνήμη) και έμμεσα (όταν συμβαίνουν μακριά από τη θέση που εφαρμόζεται η βία).
* Ανάλογα με τη φορά της γραμμής του κατάγματος σε σχέση προς τον άξονα του οστού τα κατάγματα μπορεί να είναι εγκάρσια, λοξά και σπειροειδή.
* Αλλες υποδιαιρέσεις είναι: Κάταγμα σαν «σπασμένο χλωρό ξύλο».

1. Συντριπτικά (παρουσιάζουν στο ίδιο σημείο του οστού περισσότερα από τρία κομμάτια).

2.
Διπλά ή διπολικά (όταν στο ίδιο οστούν υπάρχουν δύο λύσεις που απέχουν όμως μεταξύ τους).

3.
Συμπιεστικά (συμβαίνουν σε σπογγώδη οστά και οφείλονται σε καθίζηση των δοκίδων τους).

4.
Κατάγματα – εξαρθρήματα (όταν μαζί με το εξάρθρημα μίας άρθρωσης υπάρχει και κάταγμα στο ένα από τα δύο οστά που αποτελούν την άρθρωση).

Διάγνωση
Στις περισσότερες περιπτώσεις η διάγνωση ενός κατάγματος δεν παρουσιάζει δυσκολίες. Υπάρχουν όμως κατάγματα, τα οποία μπορούν να διαφύγουν της προσοχής. Γι’ αυτό σε όλες αυτές τις περιπτώσεις κακώσεων του σκελετού ο γιατρός πρέπει να παίρνει:

* Ιστορικό: Κάκωση που έχει σαν αποτέλεσμα δυσχέρεια ή αδυναμία στη βάδιση ή στην κίνηση ενός μέλους ή μεγάλη δυσκαμψία της σπονδυλικής στήλης, αποτελεί ένδειξη κατάγματος.
* Κλινική εικόνα: Τα κλινικά γνωρίσματα ενός κατάγματος διακρίνονται σε υποκειμενικά συμπτώματα (πόνος, δυσχέρεια ή αδυναμία στην κίνηση) και αντικειμενικά σημεία (τοπικό οίδημα, ευαισθησία στην πίεση, παραμόρφωση, εκχύμωση, κριγμός, αφύσικη κίνηση).
* Ακτινολογικός έλεγχος: Είναι πάντα απαραίτητος για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη κατάγματος. Ο ακτινολογικός έλεγχος πρέπει:

1. Να γίνεται ύστερα από καλή κλινική εξέταση που θα εξασφαλίζει σωστή επικέντρωση.

2.
Να είναι πλήρης, να γίνεται δηλαδή σε δύο και τρία επίπεδα με ειδικές προβολές.

3.
Να περιλαμβάνει και τις δύο αρθρώσεις κεντρικά και περιφερικά του κατάγματος, για να μην διαφύγουν κακώσεις που αργότερα η αντιμετώπισή τους γίνεται προβληματική (συνύπαρξη κατάγματος διάφυσης μηριαίου με εξάρθρημα ισχίου)

Πώρωση των καταγμάτων
Η πώρωση αποτελεί πολύπλοκη διεργασία με την οποία ο οργανισμός αποκαθιστά τη συνέχεια ενός οστού που έχει διακοπεί από το κάταγμα. Η εκπλήρωση του σκοπού γίνεται με δύο τρόπους:

* Εφόσον η ανάταξη δεν είναι ιδεώδης, υπάρχει δηλαδή κενό, έστω και μικρό, ανάμεσα στα δύο οστικά τμήματα ή υπάρχει μερική επαφή ή εφίππευση, δημιουργείται αρχικά χόνδρινος ή και ινώδης πώρος που μετατρέπεται τελικά σε οστέινο. Η πώρωση αυτή λέγεται δευτερογενής. Εκτός από τη συμπιεστική οστεοσύνθεση γίνεται σχεδόν σε όλα τα κατάγματα:

1. Από τα κύτταρα της εσωτερικής στιβάδας του περιοστέου.

2.
Από τα κύτταρα του ενδοστέου και τα αδιαφοροποίητα του μυελού των οστών (δικτυοκύτταρα).

3.
Και, από τα κύτταρα του συνδετικού οστού των μαλακών μορίων που περιβάλλουν το κάταγμα.

Η πώρωση, εφόσον δεν επιδρούν ανασταλτικοί παράγοντες, εξελίσσεται χωρίς διακοπή. Για πρακτικούς όμως λόγους την διακρίνουμε:

1. Στάδιο αιματώματος.

2.
Στάδιο μαλακού πώρου.

3.
Στάδιο στερεού πώρου.

4.
Στάδιο ανακατασκευής του οστού (remodeling). (Περιλαμβάνεται ηλικία, γενετική κατάσταση του οργανισμού, ενδοκρινείς αδένες).

* Αν όμως η ανάταξη είναι ανατομική, χωρίς κενό ανάμεσα στα οστεϊκά τμήματα, και η συγκράτηση σταθερή, όπως γίνεται με τη μέθοδο της συμπιεστικής οστεοσύνθεσης, είναι δυνατή πρωτογενής πώρωση, δηλαδή απευθείας δημιουργία οστέινου πώρου που συνδέει τα δύο οστά.

Θεραπεία
Το κάταγμα μπορεί να αποτελεί μεμονωμένο γεγονός ή να είναι μία από τις κακώσεις ενός τραυματία. Και ενώ η θεραπεία μπορεί να γίνει στην πρώτη περίπτωση χωρίς καθυστέρηση, στη δεύτερη προηγείται η επιβίωση του τραυματία. Οι διάφορες κακώσεις ιεραρχούνται και αντιμετωπίζονται ανάλογα με τη γενική κατάσταση του αρρώστου. Τα κατάγματα, αν εξαιρέσουμε τα ανοικτά με κακώσεις αγγείων, καθώς και τα εξερθρήματα του ισχίου ή της Σ.Σ., δεν χρειάζονται στις περισσότερες περιπτώσεις άμεση οριστική αντιμετώπιση. Μία σωστή ακινητοποίηση σε παραδεκτή θέση που θα απαλλάξει τον τραυματία από τον πόνο είναι αρκετή. Η θεραπεία του κατάγματος μπορεί να γίνει μετά την ανάνηψη και σταθεροποίηση της γενικής κατάστασης του αρρώστου που μπορεί καμιά φορά να απαιτήσει αρκετές μέρες.

Κλειστά κατάγματα: η θεραπεία τους περιλαμβάνει:

1. Την ανάταξη του κατάγματος (Σκοπός της η λειτουργική αποκατάσταση. Μπορεί να γίνει με χειρισμούς υπό τοπική ή γενική αναισθησία, με συνεχή σκελετική ή δερματική έλξη, με χειρουργική επέμβαση).

2.
Την ακινητοποίηση (Γίνεται με μεταλλικούς ή πλαστικούς ή συρμάτινους νάρθηκες, με γύψινους νάρθηκες ή επιδέσμους, με λειτουργικούς γύψους ή νάρθηκες, με συνεχή έλξη, με εσωτερική οστεοσύνθεση).

3.
Τη λειτουργική κατάσταση (Τονίζουμε ότι η λειτουργική αποκατάσταση ενός κατάγματος αρχίζει όχι όταν αφαιρεθεί ο γύψος, αλλά αμέσως μετά την ανάταξη και ακινητοποίηση του κατάγματος. Με αυτή επιδιώκεται η διατήρηση του τόνου και της τροφικότητας των μυών που περιβάλλουν το κάταγμα και η ταχύτερη αποκατάσταση των γειτονικών αρθρώσεων).

Ανοικτά κατάγματα:

1. Κατάγματα 1ου βαθμού (Το τραύμα προκαλείται συνήθως από μέσα προς τα έξω από τα οξύαιχμα άκρα του οστού που έσπασε με έμμεσο μηχανισμό).
2. Κατάγματα 2ου και 3ου βαθμού (Το κάταγμα προκαλείται από άμεση βία που καταστρέφει σε μεγάλη έκταση δέρμα και μαλακά μόρια).

Επιπλοκές
Συμβαίνουν ύστερα από κατάγματα, και διακρίνονται σε:

Αμεσες επιπλοκές καταγμάτων:

1. Σύνδρομο λιπώδους εμβολής (Αποτελεί όχι συχνή, αλλά σοβαρότατη επιπλοκή των καταγμάτων ιδίως των μακρών οστών με ιδιαίτερη κλινική εικόνα).

2.
Ισχαιμική συρρίκνωση ή σύνδρομο του Volkmann (Είναι βαρύτατη επιπλοκή που συμβαίνει συνήθως σε κατάγματα της περιοχής του αγκώνα, αλλά και του αντιβράχιου).

3.
Σύνδρομο του πρόσθιου διαμερίσματος της κνήμης.

4.
Κάκωση ή τρώση των αγγείων και νεύρων.

5.
Τρώση σπλάχνου.

Απώτερες επιπλοκές καταγμάτων:

1. Μετατραυματική οστεοποίηση μαλακών μορίων ή οστεοποιός μυΐτιδα.

2.
Επώδυνη ματατραυματική οστεοπόρωση ή οστική ατροφία του Sundeck.

3.
Ισχαιμική (άσηπτη) νάκρωση.

4.
Βράχυνση μέλους.

5.
Πώρωση σε πλημμελή θέση.

6.
Σχηματισμός λίθων στο ουροποιητικό σύστημα.

Leave a Comment