Image default
Αρτηριακό σύνδρομο

Αρτηριακό σύνδρομο

Η υπέρταση είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν οι βιομηχανικές χώρες και εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τους κυριότερους παράγοντες πρόκλησης στεφανιαίας νόσου, εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιακής ανεπάρκειας και νεφρικής ανεπάρκειας. Σε έναν ενήλικα άνω των 18 ετών, αρτηριακή υπέρταση ορίζεται όταν η συστολική πίεση του αρτηριακού αίματος είναι 140 mmHg ή μεγαλύτερη ή/και η διαστολική είναι 90mmHg ή μεγαλύτερη.

Πού οφείλεται η νόσος – Αίτια – Παράγοντες που την πυροδοτούν
Η παχυσαρκία και η αύξηση του σωματικού βάρους αποτελούν ισχυρούς, ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου υπέρτασης. Έχει εκτιμηθεί ότι το 60% των υπερτασικών είναι κατά >20% υπέρβαροι. Ο επιπολασμός (αριθμός ατόμων στον πληθυσμό που έχουν μια νόσο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή) της υπέρτασης σε διαφόρους πληθυσμούς σχετίζεται με τη διαιτητική πρόσληψη NaCl (μαγειρικό αλάτι) και ο σχετιζόμενος με την ηλικία επιπολασμός της υπέρτασης μπορεί να αυξηθεί από την υψηλή πρόσληψη NaCl. Η χαμηλή διαιτητική πρόσληψη ασβεστίου και καλίου ενδέχεται επίσης να συμβάλλει στον κίνδυνο υπέρτασης. Άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου είναι η κατανάλωση οινοπνευματωδών, το ψυχοκοινωνικό στρες και τα χαμηλά επίπεδα σωματικής άσκησης. Η υπέρταση που οφείλεται σε άλλες παθήσεις, όπως νεφρική νόσος, φαιοχρωμοκύττωμα, υπερθυρεοειδισμός, κ.ά., ονομάζεται δευτεροπαθής υπέρταση και αντιμετωπίζεται παράλληλα με την πρωτοπαθή νόσο.

Συμπτώματα
Αν και πιστεύεται ότι η κεφαλαλγία είναι σύμπτωμα της αυξημένης ΑΠ, αυτή γενικά υπάρχει μόνο στους ασθενείς με βαριά υπέρταση (ή υπερτασική κρίση). Χαρακτηριστικά η «κεφαλαλγία της υπέρτασης» είναι πρωινή και εντοπίζεται στην ινιακή περιοχή. Άλλα μη ειδικά συμπτώματα που μπορούν να συσχετιστούν με την αυξημένη ΑΠ είναι η ζάλη, το αίσθημα παλμών, η εύκολη κόπωση και η ανικανότητα. Όταν υπάρχουν συμπτώματα, αυτά γενικά σχετίζονται με την υπερτασική καρδιοπάθεια ή αποτελούν εκδηλώσεις δευτερογενούς υπέρτασης.

Θεραπεία – Αντιμετώπιση
Στόχος της θεραπείας είναι η πρόληψη της μακροπρόθεσμης νοσηρότητας και θνησιμότητας που συνεπάγεται η μακροχρόνια υψηλή αρτηριακή πίεση του αίματος. Ασθενείς στους οποίους η πίεση είναι υψηλότερη από 140/90mmHg πρέπει να υποβάλλονται σε φαρμακευτική αγωγή, εφόσον το κρίνει το ειδικός ιατρός με συνυπολογισμό όλων των χαρακτηριστικών του ιστορικού του ασθενούς και των απαντήσεων από τις εξετάσεις του. Ο βαθμός ωφέλειας που προκύπτει από τα υγιεινοδιαιτητικά μέτρα και τα αντιυπερτασικά φάρμακα σχετίζεται με το μέγεθος της μείωσης της ΑΠ. Στόχος της θεραπείας της αρτηριακής υπέρτασης είναι η ΑΠ να πέσει κάτω από το 130/80mmHg. Ο στόχος της θεραπείας μπορεί να είναι ακόμα μικρότερος και εξατομικεύεται από τον θεράποντα ιατρό (διαφορετικός σε κάθε ασθενή) ανάλογα με το ιστορικό του καθενός και τους συνυπάρχοντες παράγοντες κινδύνου, όπως κάπνισμα, παχυσαρκία, αλκοόλ, stress, δίαιτα πλούσια σε αλάτι, έλλειψη άσκησης. Η επιλογή των αντιυπερτασικών και οι συνδυασμοί τους θα πρέπει, επίσης,  να εξατομικεύονται (διαφορετική αγωγή σε κάθε ασθενή), λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ηλικία, τη βαρύτητα της υπέρτασης και άλλους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, συνυπάρχοντα νοσήματα, καθώς και πρακτικά ζητήματα σχετιζόμενα με το κόστος, τις παρενέργειες και τη συχνότητα των δόσεων.

Μερικές κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων είναι οι β-αναστολείς (προπρανολόλη, μετοπρολόλη, κλπ), αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (εναλαπρίλη, καπτοπρίλη, κλπ), οι αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης (λοσαρτάνη, βαλσαρτάνη, κλπ), διουρητικά φάρμακα (υδροχλωροθειαζίδη, φουροσεμίδη, κλπ), ανταγωνιστές ασβεστίου (αμλοδιπίνη, διλτιαζέμη, κλπ) και άλλα. Αν και η υγιεινοδιαιτητική αγωγή και η χρήση αντιυπερτασικών φαρμάκων μειώνει σαφώς τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων και νεφροπάθειας (των δυο συχνότερων επιπλοκών), μεγάλος αριθμός υπερτασικών είτε δεν υποβάλλεται σε αντιυπερτασική θεραπεία, είτε δεν ακολουθεί σωστά τη θεραπεία. Σε ασθενείς με ελαφρά ή μέτρια υπέρταση συχνά επιχειρείται αρχικά δοκιμαστική θεραπεία, χωρίς φάρμακα, με βελτίωση του τρόπου ζωής και διατροφής για 3-6 μήνες. Πιο αναλυτικά, η θεραπεία αυτή συνίσταται σε αλλαγή τρόπου ζωής, όπως η διακοπή καπνίσματος, η μείωση του βάρους των υπέρβαρων ατόμων η τακτική άσκηση, η αποφυγή οινοπνεύματος και ο περιορισμός της πρόσληψης του νατρίου (αλατιού).

Leave a Comment