Φλεγμονές βλεννογόνων

Φλεγμονές βλεννογόνων

Παραρρινολπίτιδα
Η Παραρρινοκολπίτιδα είναι μια οξεία (πολύ έντονη) ή χρόνια (συνεχής ή υποτροπιάζουσα) φλεγμονή των παραρρινίων κόλπων – κούφιες κοιλότητες, οι οποίες βρίσκονται μέσα στα ζυγωματικά, γύρω από τα μάτια και πίσω από τη μύτη. Οι κύριες λειτουργίες των κοιλοτήτων αυτών είναι να ζεσταίνουν, να υγραίνουν και να φιλτράρουν τον αέρα στο εσωτερικό της ρινικής κοιλότητας. Συν τοις άλλοις, συμβάλλουν και στην ικανότητά μας να προφέρουμε ορισμένους ήχους. Η παραρρινοκολπίτιδα εμφανίζεται συνήθως το χειμώνα και σε περίπτωση ανεπαρκούς θεραπείας μπορεί να διαρκέσει πολλούς μήνες ακόμα και χρόνια. Η παραρρινοκολπίτιδα μπορεί να προσβάλλει τη μύτη, τα μάτια ή το μέσον ους, ενώ μπορεί να εκδηλωθεί με άφθονες, πηχτές βλέννες κιτρινοπράσινου χρώματος, με οπισθορινική έκκριση, η οποία ενίοτε προκαλεί μια δυσάρεστη πικρή γεύση, με βήχα, και με ρινική συμφόρηση, η οποία συνοδεύεται από κεφαλαλγία. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν επίσης απόφραξη της μύτης, πρήξιμο στο πρόσωπο, πονόδοντο, συνεχή κόπωση και, μερικές φορές, πυρετό.

Τύποι και Αίτια της Παραρρινοκολπίτιδας
Υπάρχουν δυο τύποι παραρρινοκολπίτιδας: η οξεία παραρρινοκολπίτιδα, η οποία συχνά προκαλείται από κάποια βακτηριακή λοίμωξη. Συνήθως αναπτύσσεται ως επιπλοκή μιας αναπνευστικής λοίμωξης που προκαλείται από κάποιον ιό, από ένα συνηθισμένο κρύωμα, ιδίως αν τα συμπτώματα διαρκούν από 7 έως 10 μέρες. Και η χρόνια παραρρινοκολπίτιδα, η οποία επίσης μπορεί να προκληθεί από κάποια βακτηριακή λοίμωξη, αλλά συνήθως πρόκειται για μια χρόνια φλεγμονώδη διαταραχή, παρόμοια με το βρογχικό άσθμα. Μολονότι τα κρυώματα είναι η συχνότερη αιτία της, η οξεία παραρρινοκολπίτιδα εμφανίζεται συνήθως σε αλλεργικά άτομα. Οι αλλεργίες μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονή των ιγμορείων και των επιστρώσεων του ρινικού βλεννογόνου. Η φλεγμονή αυτή εμποδίζει τον καθαρισμό των βακτηρίων από τις κοιλότητες των ιγμορείων και αυξάνει τις πιθανότητές σας να αναπτύξετε βακτηριακή παραρρινοκολπίτιδα ως επιπλοκή.

Αν έχετε αλλεργίες, ο γιατρός σας μπορεί να σας χορηγήσει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή για τον έλεγχο των συμπτωμάτων σας, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο να αναπτύξετε κάποια επιπλέον λοίμωξη. Οι αλλεργικοί και τα άτομα με προβλήματα στα ιγμόρεια θα πρέπει να αποφεύγουν περιβαλλοντικούς ερεθισμούς όπως ο καπνός και οι έντονες χημικές οσμές, τα οποία ενδέχεται να εντείνουν τα συμπτώματα. Άλλη αιτία της παραρρινοκολπίτιδας μπορεί να είναι η προβληματική κατασκευή της μύτης – όπως στενές δίοδοι παροχέτευσης, όγκοι ή πολύποδες, ή μια παρέκκλιση του ρινικού διαφράγματος (του οστού και του χόνδρου ανάμεσα στην αριστερή και δεξιά πλευρά της μύτης). Μερικές φορές, η λύση για τη διόρθωση των προβλημάτων αυτών είναι η εγχείρηση. Πολλοί ασθενείς με υποτροπιάζουσα ή χρόνια παραρρινοκολπίτιδα έχουν προδιάθεση στη λοίμωξη εξαιτίας περισσότερων του ενός παραγόντων. Επομένως, ίσως να μην αρκεί η αντιμετώπιση ενός μόνον παράγοντα.

Διάγνωση
Αν και τα συμπτώματα συχνά φαίνεται να εντοπίζονται στα ιγμόρεια, αυτά δεν είναι πάντα μολυσμένα. Για μια σωστή διάγνωση, ο γιατρός θα πάρει ένα λεπτομερές ιστορικό και θα προβεί σε κλινική εξέταση. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, ο γιατρός μπορεί να ζητήσει από τον ασθενή να υποβληθεί σε εξετάσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν εξετάσεις για αλλεργία, ακτινογραφία των ιγμορείων, αξονικές τομογραφίες (οι οποίες «φωτογραφίζουν» με ακρίβεια τις κοιλότητες των ιγμορείων), ή δειγματοληψία των ρινικών εκκριμάτων ή του βλεννογόνου. Ο γιατρός μπορεί επίσης να προβεί σε ενδοσκόπηση. Αυτή περιλαμβάνει την εισαγωγή ενός στενού, εύκαμπτου οργάνου με οπτικές ίνες στη ρινική κοιλότητα μέσω των ρουθουνιών, δίνοντας στο γιατρό την ευκαιρία να εξετάσει την περιοχή όπου τα ιγμόρεια και το μέσον ους παροχετεύονται μέσα στη μύτη με τρόπο εύκολο, ανώδυνο και «φιλικό προς τον ασθενή».

Θεραπεία
Σε γενικές γραμμές οι μολύνσεις των ιγμορείων απαιτούν ένα συνδυασμό θεραπειών. Εκτός από τη χορήγηση αντιβίωσης όταν η παραρρινοκολπίτιδα προκαλείται από βακτηριακή λοίμωξη, ο γιατρός σας μπορεί να συστήσει κάποιο φάρμακο για την αποσυμφόρηση ή για των έλεγχο των αλλεργιών, προκειμένου οι δίοδοι των ιγμόρειων να παραμείνουν ανοιχτές. Το φάρμακο αυτό μπορεί να είναι κάποιο αποσυμφορητικό, ένα φάρμακο για τη μείωση της βλέννας ή ένα κορτιζονούχο σπρέι για τη μύτη. Τα αντισταμινικά, η χρωμολίνη και τα τοπικής χρήσεως στεροειδή σπρέι για τη μύτη, επίσης συμβάλλουν στον έλεγχο της αλλεργικής φλεγμονής. Για τα αλλεργικά άτομα, η μακροπρόθεσμη θεραπεία για τον έλεγχο και τη μείωση των αλλεργικών συμπτωμάτων επίσης μπορεί να είναι αποτελεσματική εμποδίζοντας την ανάπτυξη της παραρρινοκολπίτιδας.

Η θεραπεία αυτή μπορεί να συμπεριλαμβάνει ανοσοθεραπεία («αντιαλλεργικές ενέσεις»), αντιφλεγμονώδη, αποσυμφορητικά και μέτρα για τον έλεγχο του περιβάλλοντος. Η προληπτική χρήση αντιβιοτικών σε μικρές δόσεις και φαρμάκων για την αποσυμφόρηση των ιγμορείων όταν τα συμπτώματα παρουσιάζουν επιδείνωση, όπως το χειμώνα, επίσης μπορεί να αποτρέψει την παραρρινοκολπίτιδα. Υπάρχουν επίσης θεραπείες που μπορεί να βοηθήσουν χωρίς τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, όπως εισπνοές υδρατμών, ζεστές κομπρέσες, και πλύσιμο των παραρρινίων κόλπων με αλατισμένο νερό. Σε περιπτώσεις φραγμένων ιγμορείων που μπορεί να απαιτούν εγχείριση, ο αλλεργιολόγος σας μπορεί να σας παραπέμψει σε ωτορινολαρυγγολόγο.

Παραρρινοκολπίτιδα και Ρινίτιδα
Παρ’ όλο που πολλά συμπτώματα είναι τα ίδια, η παραρρινοκολπίτιδα διαφέρει από την αλλεργική ρινίτιδα ή την μη αλλεργική (αγγειοκινητική) ρινίτιδα. Η ρινίτιδα είναι μια φλεγμονή των βλεννογόνων της μύτης και όχι των ιγμορείων. Η αλλεργική ρινίτιδα προκαλείται από αλλεργίες και συχνά χαρακτηρίζεται από καταρροή, φτέρνισμα, συμφόρηση και από κνησμό στα μάτια, στη μύτη, στο λάρυγγα και μέσα στα αυτιά. Η μη αλλεργική ρινίτιδα χαρακτηρίζεται από διόγκωση και ερεθισμό της επίστρωσης του ρινικής βλεννογόνου και απόφραξη της μύτης. Μπορεί να προκληθεί από ερεθιστικές ουσίες όπως ο καπνός, οι μεταβολές στη βαρομετρική πίεση ή τη θερμοκρασία, ή από κατάχρηση αποσυμφορητικών σπρέι για τη μύτη. Όταν η χρόνια ή η υποτροπιάζουσα ρινίτιδα δεν ελέγχεται επαρκώς, ενδέχεται να οδηγήσει σε παραρρινοκολπίτιδα. Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε, τα συμπτώματα της παραρρινοκολπίτιδας μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τη σοβαρότητα της μόλυνσης και των κόλπων που έχουν προσβληθεί – μπορεί να παρουσιαστούν όλα ή μερικά μόνο από τα προαναφερθέντα συμπτώματα. Αν παρουσιάσετε κάποιο από τα συμπτώματα της παραρρινοκολπίτιδας που περιγράψαμε, φροντίστε να συμβουλευτείτε τον γιατρό σας το συντομότερο δυνατόν.

Leave a Comment