Σκολίωση ρινικού διαφράγματος

Σκολίωση ρινικού διαφράγματος

Η σκολίωση του ρινικού διαφράγματος, το «στραβό διάφραγμα» είναι από τις συχνότερες αιτίες δυσκολίας στην αναπνοή από τη μύτη. Στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλεται σε κακή διάπλαση του διαφράγματος κατά την ανάπτυξη του προσώπου, διαδικασία που ξεκινά από την παιδική ηλικία. Συχνά μάλιστα υπάρχει και κληρονομική προδιάθεση. Σπανιότερα, παρατηρείται μετά από σοβαρούς τραυματισμούς του προσώπου. Ο ασθενής προσέρχεται στον ιατρό διαμαρτυρόμενος για την ανεπαρκή αναπνοή από τη μύτη. Το ιστορικό του μπορεί να ξεκινά από την περίοδο της ενηλικίωσης, δεν είναι όμως σπάνιο να έχει παρατηρήσει επιδείνωση των συμπτωμάτων τον τελευταίο καιρό. Παρόλο που το διάφραγμα παραμένει σταθερό σε όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής, με το πέρασμα της ηλικίας προστίθενται κάποιοι παράγοντες που μπορεί να επιδεινώσουν την κατάσταση. Πρώτον σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα παραπάνω κιλά που αποκτούμε με το πέρασμα του χρόνου. Επίσης, η υπερτροφία των κάτω ρινικών κογχών, φυσιολογικών μορφωμάτων της μύτης, που επέρχεται σταδιακά. Αλλά και η χαλάρωση του δέρματος της μύτης με την αύξηση της ηλικίας μπορεί να επιτείνει τα συμπτώματα.

Τα συμπτώματα μπορεί να επιτείνονται με τα χρόνια, αλλά όταν οφείλονται σε σκολίωση του διαφράγματος δεν παρουσιάζουν διακυμάνσεις. Η παρουσία υφέσεων και εξάρσεων ανάλογα με τις εποχές, τη θερμοκρασία και την υγρασία του περιβάλλοντος ή την επαφή με αλλεργιογόνες ουσίες υποσημαίνει τη συνύπαρξη τουλάχιστον, με αλλεργική ή αγγειοκινητική ρινίτιδα, που συνιστούν ευαισθησία του βλεννογόνου της μύτης. Η πρώτη έννοια του ιατρού είναι να προσδιορίσει την ακριβή αιτία της δυσκολίας στην αναπνοή. Πέρα από τη σκολίωση του διαφράγματος και τη συνήθως συνυπάρχουσα υπερτροφία των κάτω ρινικών κογχών, μπορεί να υφίστανται ταυτόχρονα ή να ευθύνονται αποκλειστικά και άλλες αιτίες. Έτσι, πολύποδες, όγκοι της μύτης και του ρινοφάρυγγα, παραμένουσα υπερτροφία των αδενοειδών εκβλαστήσεων, συγγενής ατρησία του ενός ρουθουνιού ή λειτουργική ανεπάρκεια της εισόδου της μύτης, μπορεί να συνυπάρχουν με τη σκολίωση του διαφράγματος ή να αποτελούν την αποκλειστική αιτία της δυσχέρειας της ρινικής αναπνοής. Επίσης, ένα ιγμόρειο με χρόνιες αλλοιώσεις ή προβλήματα του κατώτερου αναπνευστικού, των πνευμόνων, ενδέχεται να προκαλέσουν το αίσθημα της δυσχέρειας της ρινικής αναπνοής ενώ η μύτη κατά τα άλλα είναι ανοικτή.

Στη διάκριση των αιτιών της ανεπαρκούς ρινικής αναπνοής συμβάλλει η κλινική εξέταση. Η δυνατότητα της εξέτασης με ενδοσκόπιο μας επιτρέπει σήμερα τη λεπτομερή εξέταση όλης της κοιλότητας της μύτης. Έτσι, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ακριβή αιτία της δυσχέρειας της ρινικής αναπνοής, από τη διαπίστωση πολυπόδων ή άλλης εξεργασίας, μέχρι και την κίνηση των τοιχωμάτων κατά τη φάση της εισπνοής. Επιπλέον, η επίδειξη του βίντεο της εξέτασης στον ασθενή, τον βοηθά να κατανοήσει σε γενικές γραμμές τη φύση του προβλήματός του αλλά και το γεγονός ότι η μύτη δεν είναι αυτό που φαίνεται στο πρόσωπό μας, αλλά μια μεγάλη κοιλότητα στο κέντρο του κεφαλιού με αρκετά πολύπλοκη ανατομία. Άλλες εξετάσεις όπως η ρινομανομετρία, η μέτρηση δηλαδή της ροής του αέρα, μπορεί να βοηθήσουν στην τεκμηρίωση του προβλήματος, αλλά και στη μέτρηση αναφοράς για σύγκριση με το μετεγχειρητικό αποτέλεσμα. Στην περίπτωση που ο ασθενής αναφέρει ιστορικό ιγμορίτιδας, κρίνεται απαραίτητο να γίνει μία απλή ακτινογραφία ιγμορείων και εφόσον διαπιστωθούν ευρήματα να προχωρήσουμε και σε αξονική τομογραφία.

Εφόσον τεθεί με βεβαιότητα η διάγνωση της σκολίωσης του διαφράγματος, έρχεται η στιγμή για μια ειλικρινή συζήτηση με τον ασθενή. Καταρχάς, κάθε στραβό διάφραγμα δεν αποτελεί απαραιτήτως ένδειξη για χειρουργική επέμβαση. Στόχος μας δεν είναι να ισιώσουμε το διάφραγμα, αλλά να βελτιώσουμε την αναπνοή του ασθενούς. Επιπλέον, ανθρώπινο είναι να προσπαθούμε να αποδώσουμε όλα μας τα προβλήματα σε κάτι που διορθώνεται εύκολα. Μια επέμβαση, όμως, της μισής ώρας, δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας, να μας κάνει άλλους ανθρώπους. Όταν ο ασθενής μας παραπονείται για ροχαλητό, πονοκεφάλους, συχνές ιγμορίτιδες ή αυξημένη καταρροή από τη μύτη, οφείλουμε να του εξηγήσουμε ότι η επέμβαση του ευθιασμού του διαφράγματος, ίσως σε κάποιο βαθμό βελτιώσει τα συμπτώματα αυτά, αλλά δεν μπορεί και να οδηγήσει σε ριζική εξάλειψη. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να κάνουμε μια ωραιότατη επέμβαση και παρόλα αυτά ο ασθενής μας να μείνει δυσαρεστημένος. Στα χέρια ικανών συναδέλφων, η επέμβαση είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί και με τοπική αναισθησία. Στην ομάδα μας προτιμούμε τη γενική αναισθησία, εφόσον φυσικά το επιτρέπει και η γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς. Αυτή η μέθοδος μας δίνει μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών, ενώ πολλές φορές η γενική αναισθησία σε ελεγχόμενο περιβάλλον, είναι ασφαλέστερη της τοπικής.

Η επέμβαση διαρκεί μισή ώρα έως 45 λεπτά και με την τεχνική που εφαρμόζουμε δεν απαιτείται η τοποθέτηση γαζών μέσα στη μύτη. Ο ασθενής νοσηλεύεται για ένα 24ωρο και η μετεγχειρητική του πορεία είναι σχεδόν εντελώς ανώδυνη. Πάντως, για ένα διάστημα δύο έως τριών εβδομάδων, η μύτη θα εξακολουθεί να είναι μπουκωμένη λόγω της επέμβασης. Μαζί με τον ευθιασμό του διαφράγματος γίνεται και προσπάθεια συρρίκνωσης των κάτω ρινικών κογχών. Η πιο αποδοτική τεχνική, ιδιαίτερα σε υποτροπιάζουσες περιπτώσεις υπερτροφίας των ρινικών κογχών, είναι η ενδοσκοπική κογχοπλαστική. Δεν χωρά αμφιβολία ότι αν ο ασθενής μας επιδιώκει και μια αισθητική παρέμβαση στην εμφάνιση της μύτης, τότε οι επεμβάσεις του διαφράγματος και της ρινοπλαστικής μπορούν να συνδυαστούν. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όταν οι εξωτερικοί ιστοί της μύτης χαλαρώνουν και «γλυστρούν» προς τα κάτω, η αισθητική παρέμβαση θα βελτιώσει και το λειτουργικό αποτέλεσμα. Στις περιπτώσεις αυτές βεβαίως, ο χαρακτήρας της επέμβασης αλλάζει αρκετά.

Leave a Comment